- διάζευγμα
- διά-ζευγμα, ατος, τό, dub. sens., perh.A bridge over or branch of a canal, PLond.1.131.205 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάζευγμα — bridge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάζευγμα — το (Α διάζευγμα) το διαχώρισμα, το διάφραγμα αρχ. δίκτυο διωρύγων … Dictionary of Greek
διαζεύγματα — διάζευγμα bridge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζεύγματι — διάζευγμα bridge neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek